ὠτ-αλγικός

ὠτ-αλγικός

ὠτ-αλγικός, ή, όν, Ohrenschmerz habend oder verursachend, ihn betreffend, auch ihn heilend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλγικός — ή, ό Ιατρ. ο σχετικός με το άλγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άλγος + κατάλ. –ικός*, πρβλ. γαλλ. algique] …   Dictionary of Greek

  • αναλγικός — ή, ό αυτός που καταπραΰνει τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλγικός. Ο τ. αναλγικόν μαρτυρείται από το 1889 στον Ιωάννη Πύρλα, ιατροφιλόσοφο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”