ὠτειλῆθεν, adv., aus der Wunde, Orph. lith. 647.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠτειλῆθεν — from indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτειλήθεν — Α επίρρ. από τραύμα («φορέοντο αἵματος ὠτειλῆθεν ἐπὶ τραφερὴν ῥαθάμιγγες», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτειλή «τραύμα» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ἀγορῆ θεν)] … Dictionary of Greek