- ὠρῡγμός
ὠρῡγμός, ὁ, das Heulen, Brüllen, Valck. Ammon.; von Wölfen, Poll. 5, 86; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠρῡγμός, ὁ, das Heulen, Brüllen, Valck. Ammon.; von Wölfen, Poll. 5, 86; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠρυγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρυγμός — ὁ, Α ωρυγή, ουρλιαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση γ (πρβλ. ἐρεύ γ ομαι (II), ὀρυμαγδός)] … Dictionary of Greek
ὠρυγμοῖς — ὠρυγμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυγμοί — ὠρυγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυγμοῦ — ὠρυγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυγμόν — ὠρυγμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρυθμός — ὁ, Α 1. ὠρυγμός*, ωρυγή 2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] … Dictionary of Greek