- ἠρι-θαλές
ἠρι-θαλές, τό, im Frühling blühend, eine Pflanze, Plin. H. N. 25, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠρι-θαλές, τό, im Frühling blühend, eine Pflanze, Plin. H. N. 25, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηριθαλές — το ἠριθαλές (Α) φυτό που ανθίζει την άνοιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. ήρι τού ηρ (συνηρ. τ. τού έαρ) + θαλές (< θόλος)] … Dictionary of Greek