ἠρεμί

ἠρεμί

ἠρεμί, = ἠρέμα, Ar. Ran. 315, nach dem cod. Rav. v. l. ἠρεμεί.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηρεμί — ἠρεμί και ἠρεμεί (Α) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηρέμα] …   Dictionary of Greek

  • ἠρεμί — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”