- ἠρεμαιότης
ἠρεμαιότης, ητος, ἡ, die Ruhe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠρεμαιότης, ητος, ἡ, die Ruhe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηρεμαιότης — ἠρεμαιότης, ή (Α) [ηρεμαίος] ηρεμία, ησυχία … Dictionary of Greek
ἠρεμαιότητος — ἠρεμαιότης tranquillity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)