ἠρι-γενής

ἠρι-γενής

ἠρι-γενής, ές, dasselbe, von der Eos, ἐφαάνϑη ἠριγενής Ap. Rh. 2, 450, oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • ηριγένεια — ἠριγένεια, ή (Α) 1. (για την Ηώ) αυτή που γεννήθηκε πρωί 2. το πρωί 3. η ημέρα 4. αυτή που γεννά κατά την άνοιξη («ἠριγένεια λέαινα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με την παθ. σημασία «αυτή που γεννήθηκε το πρωί» η λ. ηριγένεια < ήρι «νωρίς, πρωί», ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ηριγενής — ἠριγενής, ές (Α) 1. φρ. «ἠριγενὴς Ἠώς» η Ηριγένεια 2. η ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + γενής (< γένος)] …   Dictionary of Greek

  • ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • μηνογένειον — μηνογένειον, τὸ (Α) γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + γένειον (< γενής < γένος), πρβλ. ηρι γένειον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”