- ἠρι-πόλη
ἠρι-πόλη, ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, ἄχρι δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠρι-πόλη, ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, ἄχρι δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Οχάιο — I (Ohio). Ομόσπονδη Πολιτεία (106.765 τ. χλμ., 10847115 κάτ.) των ανατολικών ΗΠΑ. Βρέχεται προς τα Β από τη λίμνη Ήρι, που τη χωρίζει από τον Καναδά και συνορεύει με την Πενσυλβανία προς τα Α, τη δυτική Βιρτζίνια προς τα ΝΑ, το Κεντάκυ προς τα Ν … Dictionary of Greek
Σινσινάτι — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 30 Αυγούστου 1935. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 18,8 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 14,2 από τον Ήλιο. II (Cincinnati). Πόλη (364.040… … Dictionary of Greek
οντάριο — (Ontario). Επαρχία (1.068.580 τ. χλμ., 9 546 000 κατ.) του νότιοκεντρικού Καναδά. Πρωτεύουσα είναι το Τορόντο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και περιλαμβάνεται μεταξύ των επαρχιών Μανιτόμπα στα Δ και Κεμπέκ στα Α, του Κόλπου… … Dictionary of Greek
Σαιντ Λόρενς — (Saint Lawrence). Ποταμός της βόρειας Αμερικής, που συγκεντρώνει τα νερά ολόκληρης της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών και εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό (Κόλπος του Σαιντ Λόρενς). Ο ποταμός αποτελεί μαζί με τις πέντε μεγάλες βορειοαμερικανικές… … Dictionary of Greek
ηριπόλη — ἠριπόλη, ή (Α) αυτή που βαδίζει το πρωί, η αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + πόλη, θηλ. τού πόλος < πέλομαι «βαδίζω»] … Dictionary of Greek