ἠρύγγιον

ἠρύγγιον

ἠρύγγιον, τό, eine Pflanze, Theophr., dim. zu ἤρυγγος, w. m. vgl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ἠρύγγιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρυγγίου — ἠρύγγιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρυγγίων — ἠρύγγιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρυγγίῳ — ἠρύγγιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρύγγια — ἠρύγγιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκοδίλεον — κορκοδίλεον, τὸ (Α) [κροκόδιλος] το ποώδες φυτό ηρύγγιον το παράλιον …   Dictionary of Greek

  • μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… …   Dictionary of Greek

  • παπαδίτσα — η [παπάς / παπάδες] 1. κοινή ονομασία τού είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν 2. ζωολ. α) κοινή ονομασία τού πτηνού αιγίθαλος β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τού γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους… …   Dictionary of Greek

  • φειδάγκαθο — το, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φ(ε)ίδι + αγκάθι. Πρόκειται για διαλ. ον. τού φυτού ηρύγγιον το αρουραίον] …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”