- ἠπήτρια
ἠπήτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπήτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπήτρια — repairer fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπήτριαν — ἠπήτρια repairer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπητής — ἠπητής, ό, θηλ. ἠπήτρια (Α) [ηπάομαι] επιδιορθωτής, επισκευαστής … Dictionary of Greek
κωβηλίνη — κωβηλίνη, ἡ (Α) [κωβήλη] (κατά τον Ησύχ.) «ἠπήτρια» … Dictionary of Greek