ἠπειρῶτις

ἠπειρῶτις

ἠπειρῶτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἠπειρώτης, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἠπειρῶτις — ἠπειρώτης landsman fem nom sg ἠπειρῶτις landsman fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… …   Dictionary of Greek

  • ἠπειρωτίδων — ἠπειρω̱τίδων , ἠπειρώτης landsman fem gen pl ἠπειρῶτις landsman fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρῶτιν — ἠπειρώτης landsman fem acc sg ἠπειρῶτις landsman fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδα — ἠπειρώ̱τιδα , ἠπειρώτης landsman fem acc sg ἠπειρῶτις landsman fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδας — ἠπειρώ̱τιδας , ἠπειρώτης landsman fem acc pl ἠπειρῶτις landsman fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδες — ἠπειρώ̱τιδες , ἠπειρώτης landsman fem nom/voc pl ἠπειρῶτις landsman fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδι — ἠπειρώ̱τιδι , ἠπειρώτης landsman fem dat sg ἠπειρῶτις landsman fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδος — ἠπειρώ̱τιδος , ἠπειρώτης landsman fem gen sg ἠπειρῶτις landsman fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτισι — ἠπειρώ̱τισι , ἠπειρώτης landsman fem dat pl ἠπειρῶτις landsman fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”