- ἠπιό-φρων
ἠπιό-φρων, ονος, mild gesinnt, Empedocl.; Aeskulap, Inscr. 511.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπιό-φρων, ονος, mild gesinnt, Empedocl.; Aeskulap, Inscr. 511.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερόφρων — καρτερόφρων, ον (Α) αυτός που έχει γενναίο φρόνημα, ο τολμηρός, ο ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + φρων (< φρήν «καρδιά, φρόνημα»), πρβλ. ηπιό φρων, υψηλό φρων] … Dictionary of Greek