- ἠπεροπηίς
ἠπεροπηίς τέχνη, Täuschungskunst, poet. bei Strab. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπεροπηίς τέχνη, Täuschungskunst, poet. bei Strab. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηπεροπηίς — ἠπεροπηΐς, ή (Α) φρ. «ἠπεροπηΐς τέχνη» απατηλά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηπεροπεύς*] … Dictionary of Greek
ηπεροπεύς — ἠπεροπεύς, ( έως), επικ. γεν. ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α) ηπεροπευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο *ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο] … Dictionary of Greek