- ἠπατημένως
ἠπατημένως, fälschlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπατημένως, fälschlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηπατημένως — ἠπατημένως (Α) επίρρ. εσφαλμένως, λαθεμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπατημένος τού ρ. απατώ] … Dictionary of Greek
ἠπατημένως — ἀπατάω cheat perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)