- Ῥωμαΐζω
Ῥωμαΐζω, römisch gesinnt scin, es mit den Römern halten, App. pun. 68 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ῥωμαΐζω, römisch gesinnt scin, es mit den Römern halten, App. pun. 68 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρωμαΐζω — Α [Ῥώμη] 1. μιλώ τη λατινική γλώσσα, λέω κάτι στα Λατινικά 2. συμπεριφέρομαι σαν Ρωμαίος, ανήκω στη ρωμαϊκή φατρία … Dictionary of Greek
ρωμαϊστής — ο / ῥωμαϊστής, ΝΑ [ῥωμαΐζω] αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς τής αρχαίας Ρώμης και ιδίως νομικός ασχολούμενος ειδικά με το Ρωμαϊκό Δίκαιο αρχ. ηθοποιός τών λατινικών κωμωδιών … Dictionary of Greek
ρωμαϊστί — ῥωμαϊστί, ΝΑ [ῥωμαΐζω] επίρρ. (τροπ.) στη γλώσσα τών Ρωμαίων, στη λατινική γλώσσα, λατινιστί, λατινικά («καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ῥωμαϊστί», ΚΔ) … Dictionary of Greek