- προς-υβρίζω
προς-υβρίζω, noch dazu, noch mehr beschimpfen, mißhandeln; τοὺς νόμους, Dem. 21, 32; προςυβρισϑῆναι, 54, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-υβρίζω, noch dazu, noch mehr beschimpfen, mißhandeln; τοὺς νόμους, Dem. 21, 32; προςυβρισϑῆναι, 54, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εμώ — ( έω) (AM ἐμῶ) 1. βγάζω με εμετό από το στομάχι κάτι (υπολείμματα τροφών, υγρά κ.λπ.), ξερνώ, κάνω εμετό 2. μτφ. βγάζω από το στόμα μου βρισιές ή απειλές, διασύρω, υβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δισύλλαβος θεματικός τ. εμέ ω, που πιθ. για μετρικούς λόγους… … Dictionary of Greek
εφυβρίζω — ἐφυβρίζω (ΑΜ) φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά προς κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. ἐφυβρίζομαι με την ίδια σημασία («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ φυβρίζεσθαι νεκρούς», Ευρ.) 2. χαίρω με τις ατυχίες τού άλλου, χαιρεκακώ, επιχαίρω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κατεπεμβαίνω — κατεμβαίνω (Α) 1. επεμβαίνω εναντίον. κατεπεμβαίνω (Α) 1. επεμβαίνω εναντίον ή προς βλάβη κάποιου 2. κατηγορώ, κακολογώ, υβρίζω … Dictionary of Greek