- ῥῡμηδόν
ῥῡμηδόν, adv., schwungsweise, mit Gewalt, Polyaen. 4, 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῡμηδόν, adv., schwungsweise, mit Gewalt, Polyaen. 4, 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυμηδόν — with a swing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυμηδόν — Α επίρρ. με ορμή ή με βιαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «δύναμη ορμή» + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν, κωμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek