ῥῡμο-τομία

ῥῡμο-τομία

ῥῡμο-τομία, , Eintheilung der Stadt in Straßen, Viertel, Pol. 6, 31, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορυφοτομία — η το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία, υλο τομία] …   Dictionary of Greek

  • στιχοτομία — η, Ν (στην παλαιογραφία) ο χωρισμός σε συντακτικές περιόδους ή κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”