ῥῡτή

ῥῡτή

ῥῡτή, , die Raute, Nicand. Th. 523 Al. 306, peloponnesisches Wort statt des sonst gebräuchlichen πήγανον; vgl. Valck. Adon. p. 220; wird auch ῥύτη betont.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥυτῇ — ῥυτή rue fem dat sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem dat sg (attic epic ionic) ῥῡτῇ , ῥυτός quarried fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτή — rue fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥῡτή , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυτή — (ruta graveolens). Πολυετής πόα, με βλαστό όρθιο 20 80 εκ. ύψους. Ο βλαστός είναι λείος, χωρίς αδένες προς τα πάνω, με φύλλα έμμισχα, όλα σχεδόν όμοια και ακέραια. Ο καρπός είναι κάψα υποσφαιρική. Φυτρώνει σε πετρώδεις τόπους και ερείπια, σε όλα… …   Dictionary of Greek

  • ῥυτᾶς — ῥυτή rue fem gen sg (doric aeolic) ῥυτός quarried fem gen sg (doric aeolic) ῥῡτᾶς , ῥυτός quarried fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτῆς — ῥυτή rue fem gen sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem gen sg (attic epic ionic) ῥῡτῆς , ῥυτός quarried fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτήν — ῥυτή rue fem acc sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem acc sg (attic epic ionic) ῥῡτήν , ῥυτός quarried fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτῶν — ῥυτή rue fem gen pl ῥυτόν neut gen pl ῥυτός quarried fem gen pl ῥυτός quarried masc/neut gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried fem gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήγανο — το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • ῥυτά — ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥυτόν neut nom/voc/acc pl ῥυτός quarried neut nom/voc/acc pl ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυτόν — τὸ, Α 1. το φυτό απήγανος 2. στον πληθ. τὰ ῥυτά (κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή*, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο] …   Dictionary of Greek

  • απήγανος — απήγανος, ο και απήγανο, το το φυτό ρυτή η βαρύοσμη· φρ. «ξορκισμένος με τον απήγανο», απευχή για ανεπιθύμητα πρόσωπα ή πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”