- ῥῡσαλέος
ῥῡσαλέος, runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῡσαλέος, runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυσαλέος — και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, α, ον, Α (για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
ῥυσαλέην — ῥυσαλέος wrinkled fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)