- παγ-κοίρανος
παγ-κοίρανος, Alles beherrschend, ϑεὰ παγκοίρανε ϑήρης, Opp. Cyn. 4, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγ-κοίρανος, Alles beherrschend, ϑεὰ παγκοίρανε ϑήρης, Opp. Cyn. 4, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκοίρανος — ον, Α αυτός που ασκεί κυριαρχία σε πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. παγ κοίρανος)] … Dictionary of Greek