- ῥῶσταξ
ῥῶσταξ, ακος, ὁ, Halt, Stütze, Träger, Etwas darauf zu stellen, Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῶσταξ, ακος, ὁ, Halt, Stütze, Träger, Etwas darauf zu stellen, Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρώσταξ — ώστακος, ὁ ΜΑ τμήμα μηχανής που χρησιμεύει ώς βάθρο, έρεισμα πάνω στο οποίο τοποθετείται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ῥώννυμι (πρβλ. ῥωσ τικός, ἄ ρρωσ τος) + επίθημα αξ (πρβλ. πίδ αξ)] … Dictionary of Greek