- ῥῑνο-τόρος
ῥῑνο-τόρος, die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῑνο-τόρος, die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοτόρος — λαοτόρος, ον (Μ) λαξευτής λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τόρος (< τόρος «τρυπάνι» < τορεῖν απρμφ. αορ. τού ρ. τείρω «τρυπώ»), πρβλ. oξv τόρος, ρινο τόρος] … Dictionary of Greek
πολυτόρος — ον, Α πολύ αιχμηρός («πολυτόρον δέρμα τὸ τοῦ ἐχίνου», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τόρος (< ἔ τορ ον, αόρ. β που αντιστοιχεί στο ρ. τείρω «τρυπώ»), πρβλ. ρινο τόρος] … Dictionary of Greek