ῥῑγηλός

ῥῑγηλός

ῥῑγηλός, frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; ὑλαγμός, Nic. Al. 220; a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… …   Dictionary of Greek

  • ῥιγηλός — ῥῑγηλός , ῥιγηλός making to shudder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγηλά — ῥῑγηλά , ῥιγηλός making to shudder neut nom/voc/acc pl ῥῑγηλά̱ , ῥιγηλός making to shudder fem nom/voc/acc dual ῥῑγηλά̱ , ῥιγηλός making to shudder fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγηλόν — ῥῑγηλόν , ῥιγηλός making to shudder masc acc sg ῥῑγηλόν , ῥιγηλός making to shudder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • καταριγηλός — καταριγηλός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥιγηλός (< ῥῖγος)] …   Dictionary of Greek

  • ριγεδανός — ή, όν, Α 1. αυτός που προκαλεί ρίγος 2. (κατ) επέκτ.) φρικτός, φοβερός 3. ο ριγηλός. επίρρ... ῥιγεδανῶς Α με ρίγος, ῥιγηλῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος, πιθ. μέσω αμάρτυρου προσηγορικού *ῥιγεδών (< ῥιγέω, ῶ + επίθημα δών), πρβλ. πευκεδανός] …   Dictionary of Greek

  • ῥιγηλοί — ῥῑγηλοί , ῥιγηλός making to shudder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγηλή — ῥῑγηλή , ῥιγηλός making to shudder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγηλῶς — ῥῑγηλῶς , ῥιγηλός making to shudder adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”