ῥῑγαλέος, schaurig, kalt; ὄμβρος, Empedocl. 72; Arist. de gener. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριγαλέος — α, ον, Α αυτός που προκαλεί ρίγος, ψυχρός («ῥιγαλέος ὄμβρος», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + επίθημα αλέος (πρβλ. ἀργαλέος)] … Dictionary of Greek
ῥιγαλέου — ῥιγαλέος cold masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)