- παιγνίδιον
παιγνίδιον, τό, = παίγνιον, der Form nach dim., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγνίδιον, τό, = παίγνιον, der Form nach dim., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
παιγνίδι — το (ΑΜ παιγνίδιον, Μ και παιγνίδιν) βλ. παιχνίδι … Dictionary of Greek