- ῥῑνό-κερως
ῥῑνό-κερως, ὁ, das Nashorn, Ael. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῑνό-κερως, ὁ, das Nashorn, Ael. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρόκερως — έρωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κέρατα ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινό κερως] … Dictionary of Greek
χρυσόκερως — ων, Α 1. (ως προσωνυμία τού Πανός και τής Σελήνης) αυτός που έχει χρυσά κέρατα 2. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα («ταύρους χρυσόκερως παρασκευασάμενος καὶ θυμιαμάτων... πλῆθος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek