- ῥῑνό-τμητος
ῥῑνό-τμητος, mit verschnittener, abgeschnittener Nase, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῑνό-τμητος, mit verschnittener, abgeschnittener Nase, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεότμητος — η, ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, ον) αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινό τμητος, ημί τμητος] … Dictionary of Greek