ῥῑπίζω

ῥῑπίζω

ῥῑπίζω, in Schwung, Bewegung setzen; 1) anfachen; eigtl. von Kohlen u. Feuer; φλόγα, Heliod. ep. (V, 122); π ῠρ δεόμενον τοῠ ῥιπίζοντος, Plut. Flam. 21; woraus sich Ar. Eccl. 842 erkl.: τὰ τεμάχη ἐῤῥίπιζον, ἵνα ὀπτήσωσιν. – Uebertr., π ολέμου ἔριν, Hom. frg. 26; ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει, Ar. Ran. 360, zum Aufstande. – 2) fächeln, mit dem Fächer abkühlen, lüften; ἐῤῥιπίζετο ὑπὸ περιστερῶν, Antiphan. bei Ath. VI 257 d; Plut. Anton. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥιπίζω — ῥῑπίζω , ῥιπίζω blow up pres subj act 1st sg ῥῑπίζω , ῥιπίζω blow up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… …   Dictionary of Greek

  • διερρίπιζον — διερρί̱πιζον , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διερρί̱πιζον , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) διερρί̱πιζον , διά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl διερρί̱πιζον , διά ῥιπίζω blow up… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετερρίπιζον — μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (ionic) μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (ionic) μετερρί̱πιζον , μετά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl μετερρί̱πιζον , μετά ῥιπίζω blow up imperf ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερρίπιζον — ἀνερρί̱πιζον , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζον , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζον , ἀνά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl ἀνερρί̱πιζον , ἀνά ῥιπίζω blow up… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερρίπιζε — ἀνερρί̱πιζε , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up pres imperat act 2nd sg ἀνερρί̱πιζε , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζε , ἀνά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπίζῃ — ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres subj mp 2nd sg ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres ind mp 2nd sg ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπίσει — ῥίπισις blowing with a bellows fem nom/voc/acc dual (attic epic) ῥιπίσεϊ , ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (epic) ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (attic ionic) ῥῑπίσει , ῥιπίζω blow up aor subj act 3rd sg (epic) ῥῑπίσει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπίσῃ — ῥιπίσηι , ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (epic) ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up aor subj mid 2nd sg ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up aor subj act 3rd sg ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] …   Dictionary of Greek

  • διερριπίζετο — διερρῑπίζετο , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) διερρῑπίζετο , διά ῥιπίζω blow up imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”