ῥῆμα

ῥῆμα

ῥῆμα, τό, das Gesagte, Wort, Spruch, Ausspruch; Ὁμήρου, Pind. P. 4, 278; βιοτεύει χρονιώτερον ἐργμάτων, N. 4, 6; ῥήματα πλέκειν, N. 4, 94; οὕτως ἀναιδῶς ἐξεκίνησας ῥῆμα; Soph. O. R. 355; πρὸς τοὺς φίλους οἷ' ἀνταμείβει ῥήματα, O. C. 818; ἔργοις πεπονϑὼς ῥήμασίν σ' ἀμύνομαι, 877, u. öfter; u. in Prosa: Her. 7, 162. 8, 83 u. sonst. Plat. vrbdt ὀνόματα καὶ ῥήματα, Wörter u. Sätze, Conv. 198 b, vgl. Rep. X, 601 c; Ggstz von μέλεα, Legg. VIII, 840 c; übh. Wort, Ausdruck, ῥήματος ἐχόμενον, II, 656 c; τῷ ῥήματι εἰπεῖν, wörtlich, Gorg. 450 e (οὕτω γὰρ εἶπε ῥήματι, denn dies waren seine eignen Worte, Dem. prooem. 50); ῥήματι ἁμαρτεῖν, im Ausdrucke, 489 b, ῥήματα ϑηρεύειν, nach Worten haschen, Phrasen machen, Andoc. 1, 8; ἐπὶ ῥήμασι μέγα φρονεῖν, Luc. Tox. 34. – Grammatisch, das Zeitwort, Plat. Soph. 262 e u. sonst; im Ggstz von ὀνόματα,, nomina Theaet. 168 b; Zeno bei D. L. 7, 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥῆμα — that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — το, ατος αρχικά: ό,τι ειπώθηκε, το ειπωμένο· (γραμμ.) μέρος του λόγου που φανερώνει ότι ένα υποκείμενο ενεργεί ή πάσχει ή βρίσκεται σε κάποια κατάσταση (τρώ(γ)ω, λύνομαι, κοιμούμαι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥῆμ' — ῥῆμα , ῥῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”