ῥᾱγίζω

ῥᾱγίζω

ῥᾱγίζω, Beeren, bes. Weinbeeren, Trauben lesen, einerndten, Theocr. 5, 113, Schol. ῥαγολογέω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ραγίζω — ραγίζω, ράγισα, ραγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. ραΐζω Σημειώσεις: ραγίζω : σπάνια η παθητική φωνή, σε φράσεις όπως: ... ο καθρέφτης ραγίζεται (Ελύτης, σελ. 116). Το ραγίζω σημαίνει και → προκαλώ σχισμή, ρωγμή και παθαίνω σχισμή, ρωγμή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ραγίζω — (I) και ραΐζω Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι) 2. (μτβ.) διακόπτω την …   Dictionary of Greek

  • ράγισμα — και ράϊσμα, το, Ν [ραγίζω / ραΐζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ραγίζω, η ατελής και χωρίς θρυμματισμό θραύση, σχισμή, ρωγμή, σκάσιμο …   Dictionary of Greek

  • ῥαγίζοντι — ῥᾱγίζοντι , ῥαγίζω gather grapes pres part act masc/neut dat sg ῥᾱγίζοντι , ῥαγίζω gather grapes pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναραγίζω — και ρραγιζω και –ραΐζω (Α ἀναρραΐζω) νεοελλ. 1. ραγίζω μόλις, ελαφρά 2. παθαίνω ανεπανόρθωτη εξάντληση ή κατάπτωση 3. (για παιδιά) χάνω κάπως την ευεξία μου αρχ. συνέρχομαι μετά από σοβαρή ασθένεια, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

  • ράγιση — η, Ν [ραγίζω (Ι)] ράγισμα, ρωγμή …   Dictionary of Greek

  • ραΐζω — (I) Ν βλ. ραγίζω. (II) ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α (το ενεργ και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω αρχ. 1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός 2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω 3.… …   Dictionary of Greek

  • ραγισματιά — και ραϊσματιά, η, Ν [ράγισμα, ατος] το αποτέλεσμα τού ραγίζω, ράγισμα, ρωγμή, σκάσιμο …   Dictionary of Greek

  • ραγιστός — και ραϊστός, ή, ό, Ν [ραγίζω / ραΐζω] αυτός που έχει ραγίσει, που έχει υποστεί ράγισμα, ραγισμένος …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • ραίζω — → δες ραγίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”