ῥᾴων

ῥᾴων

ῥᾴων, ῥᾷον, compar. zu ῥᾴδιος, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ράων — ᾷον, και ῥᾷος, ον, και ιων. τ. ῥήων, ον, Α ευκολότερος. επίρρ... ῥᾳόνως και ῥάως Α ευκολότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • ῥᾴων — ῥάιος fem gen pl ῥάιος masc/neut gen pl ῥᾴδιος easy masc/fem nom comp sg ῥαίω break pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ράος — ον, Α βλ. ῥᾴων …   Dictionary of Greek

  • ράσσων — Α ῥᾴων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • ράως — Α επίρρ. βλ. ῥᾴων …   Dictionary of Greek

  • ρήων — ον, Α ιων. τ. βλ. ῥάων …   Dictionary of Greek

  • ραόνως — Μ επίρρ. βλ. ῥᾴων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”