- ῥήμων
ῥήμων, ονος, ὁ, = ῥήτωρ, nach Plut. Symp. 5, 2 alte v. l. bei Hom. Il. 23, 886 für καί ῥ' ἥμονες ἄνδρες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥήμων, ονος, ὁ, = ῥήτωρ, nach Plut. Symp. 5, 2 alte v. l. bei Hom. Il. 23, 886 für καί ῥ' ἥμονες ἄνδρες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥήμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήμων — ονος, ό, Α ο ρήτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Fρη τού ρ. λέγω, πρβλ. ῥῆσις, ῥητός + κατάλ. μων (πρβλ. ελεήμων)] … Dictionary of Greek
ῥῆμον — ῥήμων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήμονας — ῥήμων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήμονες — ῥήμων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήμους — ῥήμων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχορήμων — μυχορήμων, ον (Μ) αυτός που μιλά από τα μύχια, από τα βάθη τής ψυχής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ῥήμων «ρήτορας» (πρβλ. ευ ρήμων)] … Dictionary of Greek
αισχεορρήμων — αἰσχεορρήμων ( ονος), ο (Α) αἰσχεόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσχος* + ρήμων] … Dictionary of Greek
αισχρορρήμων — (ονος), ον (Α αἰσχρορρήμων) ο αισχρολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω». ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)] … Dictionary of Greek
ακαιρορρήμων — ἀκαιρορρήμων ( ονος), ο (Α) αυτός που μιλάει σε ακατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + ρήμων < εἴρω «λέγω, ομιλώ»] … Dictionary of Greek
αντιρρημονώ — ἀντιρρημονῶ ( έω) (Μ) αντιλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + *ρημονώ < ρήμων «ρήτωρ»] … Dictionary of Greek