- ῥώσσω
(ῥώσσω), = ῥήσσω, ῥήγνυμι, wovon man ἔῤῥωγα ableitet, E. M 130, 56.,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(ῥώσσω), = ῥήσσω, ῥήγνυμι, wovon man ἔῤῥωγα ableitet, E. M 130, 56.,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Галанос, Димитриос — Πορτραίτο του Δημήτριου Γαλανού από τον Σπύρο Προσαλέντη Димитриос Галанос, Афинянин (греч … Википедия