ῥίος

ῥίος

ῥίος, , = Vorigem, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc/fem nom sg κύ̱ριος , κῦρος the elder Cyrus neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτί, Χοσέ Χούλιαν — (Marti Jose Julian, Αβάνα 1853 – Ντος Ρίος 1895). Κουβανός λογοτέχνης και αγωνιστής. Από νεαρή ηλικία ο Μ. συμμετείχε στους αγώνες για την ανεξαρτησία της Κούβας. Το 1869 δημοσίευσε τα πρώτα του πολιτικά άρθρα, καθώς και ένα έμμετρο θεατρικό έργο …   Dictionary of Greek

  • сулей — лучше , церк., только др. русск. сулѣи, ст. слав. соулѣи βελτίων, κρείττων (Супр., Ассем., Остром.), соулѥ естъ συμφέρει (Супр.), цслав. сулѣти сѧ, сулити сѧ φυσιοῦσθαι, сюда же польск. sowity обильный . По видимому, родственно лит. šulnas видный …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • сытый — диал. сытой; сыт, сыта, сыто, укр. ситий, ст. слав. сытъ ἀρκούμενος, до сыти εἰς κόρον (Супр.), болг. сит, сербохорв. си̏т, ж. си̏та, ср. си̏то, словен. sìt, ж. sita, чеш. syt, syty, слвц. syty, польск., в. луж., н. луж. sуtу. Напрашивается… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • понома́рь — я, м. Низший церковный служитель в православной церкви; псаломщик. Дьячки и пономари на клиросах пели удивительно старательно. Тургенев, Новь. [От греч. παραμοναριος прислужник] …   Малый академический словарь

  • CORINTHUS — I. CORINTHUS Iovis filius, Rex Corinthi: unde Proverbium natum, Iovis Corinthus, de iis qui acriter minantur et postea graviter mulctantur. Megara est colonia Corinthiorum, quae ob potentiam urbi maiori omnem honorem habuit et obedivit. Sed cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”