- παιγμοσύνη
παιγμοσύνη, ἡ, poet. = Folgdm, παιγμοσύνας φιλεῖ μολπάς τ' Απόλλων, Stesichor. bei Plut. de εἰ apud Delph. 21 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγμοσύνη, ἡ, poet. = Folgdm, παιγμοσύνας φιλεῖ μολπάς τ' Απόλλων, Stesichor. bei Plut. de εἰ apud Delph. 21 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγμοσύνη — παιγμοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + κατάλ. οσύνη (πρβλ. πραγμ οσύνη)] … Dictionary of Greek
παιγμοσύνας — παιγμοσύνᾱς , παιγμοσύνη fem acc pl παιγμοσύνᾱς , παιγμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)