ῥίζωμα

ῥίζωμα

ῥίζωμα, τό, 1) das Eingewurzelte, Theophr. – 2) = ῥίζα, Wurzel, Stamm, Geschlecht; σπαρτῶν δ' ἀπ' ἀνδρῶν ῥίζωμ' ἀνεῖται, Aesch. Spt. 395; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, Empedocl. 26, die vier Elemente, wie ein anderer Dichter bei Plut. de plac.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥίζωμα — the mass of roots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… …   Dictionary of Greek

  • Ρίζωμα — Sp Rizoma Ap Ρίζωμα/Rizoma L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ρίζωμα — το, ατος και ρίζωση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεδοαρίας ρίζωμα — το ρίζωμα φυτών με γκρίζο χρώμα και οσμή καμφοράς, που χρησιμεύει στη φαρμακευτική …   Dictionary of Greek

  • ῥίζωμ' — ῥίζωμα , ῥίζωμα the mass of roots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζωμάτων — ῥίζωμα the mass of roots neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζώμασι — ῥίζωμα the mass of roots neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζώματα — ῥίζωμα the mass of roots neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζώματι — ῥίζωμα the mass of roots neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζώματος — ῥίζωμα the mass of roots neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”