ῥίμφα

ῥίμφα

ῥίμφα (ῥίπτω), adv., leicht, schnell, hurtig; bes. von der Schnelligkeit eines geworfenen Gegenstandes, Il. 6, 511 u. öfter; Hes.; τοξεύειν, Pind. I. 2, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 387. 1194; auch von der Zeit.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥίμφα — lightly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίμφα — Α επίρρ. εύκολα, ελαφρά, γρήγορα (α. «βέβακεν ῥίμφα», Αισχύλ. β. «ῥίμφα ἑ γοῡνα φέρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ., το οποίο εμφανίζει επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. σάφ α, τάχ α). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, παραμένει αμφίβολη, το… …   Dictionary of Greek

  • ῥίμφ' — ῥίμφα , ῥίμφα lightly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • ριμφάρματος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα (α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ. β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, ατος (πρβλ. χρυσ άρματος)] …   Dictionary of Greek

  • ριμφαλέος — α, ον, Α ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, οτρ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • τρωχώ — άω, Α (επικ. τ.) καλπάζω («ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέχω (πρβλ. νωμῶ: νέμω, στρωφῶ: στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • u̯er-3: E. u̯er-ĝh- (*su̯erĝʷh-) —     u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh )     English meaning: to turn, press, strangle     Deutsche Übersetzung: “drehen, einengen, wũrgen, pressen”     Note: nasalized u̯renĝh Root u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh ): “to turn, press, strangle”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”