- παγιδευτικός
παγιδευτικός, nachstellend, hinterlistig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγιδευτικός, nachstellend, hinterlistig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγιδευτικός — παγιδευτικός, ή, όν (Μ) [παγιδεύω] 1. αυτός που παγιδεύει κάποιον 2. δελεαστικός … Dictionary of Greek