- ῥέκτειρα
ῥέκτειρα, ἡ, tem. von ῥεκτήρ, Maneth. 1, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥέκτειρα, ἡ, tem. von ῥεκτήρ, Maneth. 1, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρέκτειρα — ἡ, Α βλ. ῥεκτήρ … Dictionary of Greek
ρεκτήρ — ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α 1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ. β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.) 2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα τήρ (πρβλ. θερμαν τήρ)] … Dictionary of Greek