- ῥάθαγος
ῥάθαγος, ὁ, = ῥόϑος, ῥόϑιον, Lärm, Geräusch, nach Schol. Nic. Th. 194 τῶν κυμάτων ἦχος προς-αγνυμένων ταῖς πέτραις; auch vom Ruderschlage, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάθαγος, ὁ, = ῥόϑος, ῥόϑιον, Lärm, Geräusch, nach Schol. Nic. Th. 194 τῶν κυμάτων ἦχος προς-αγνυμένων ταῖς πέτραις; auch vom Ruderschlage, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάθαγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράθαγος — ὁ, Α 1. θόρυβος, κρότος 2. (κυρίως) ο ήχος τών κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥαθαπυγίζω] … Dictionary of Greek
ῥαθάγους — ῥάθαγος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυρράθαγος — ον, Α αυτός που παράγει ήχο, κρότο με μεγάλη ένταση ή με μεγάλη διάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥάθαγος «ήχος, θόρυβος»] … Dictionary of Greek
ραθαγώ — έω, Α [ῥάθαγος] (κατά τον Ησύχ.) κάνω θόρυβο, παράγω κρότο … Dictionary of Greek
ραθαπυγίζω — και ῥοθοπυγίζω Α χτυπώ κάποιον με την παλάμη μου ή με τα πόδια μου στα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (σχηματισμένη πιθ. με συλλαβική ανομοίωση από αμάρτυρο τ. *ῥαθαγοπυγίζω) τής οποίας το α συνθετικό είναι ο εκφραστικός τ. άγνωστης… … Dictionary of Greek
sr-edh-, sr-et- — sr edh , sr et English meaning: to whirl, wave, boil Deutsche Übersetzung: ‘strudeln, wallen, brausen, rauschen” Note: extension from 1. ser Material: Gk. ῥόθος m. “das Wogenrauschen”, ἁλί ρροθος “meerumrauscht”, ταχύ ρροθοι… … Proto-Indo-European etymological dictionary