- παιγνιήμων
παιγνιήμων, ον, scherzhaft, spaßhaft, Her. 2, 173, von Ath. VI, 261 c τοῖς παιγνίοις ἐπιστήμων erkl.; παιγνήμων bei Suid. u. παιγνίμων bei Schol. Luc. V. H. 2, 41 sind verderbte Formen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγνιήμων, ον, scherzhaft, spaßhaft, Her. 2, 173, von Ath. VI, 261 c τοῖς παιγνίοις ἐπιστήμων erkl.; παιγνήμων bei Suid. u. παιγνίμων bei Schol. Luc. V. H. 2, 41 sind verderbte Formen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγνιήμων — και παιγνήμων, ον (ΑΜ) αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων*. επίρρ... παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ) με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα μων, κατά τα επίθ. σε (η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
παιγνιήμων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιῆμον — παιγνιήμων masc/fem voc sg παιγνιήμων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιήμονα — παιγνιήμων neut nom/voc/acc pl παιγνιήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιημονέστατος — παιγνιήμων masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιήμονας — παιγνιήμων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνήμων — παιγνήμων, ον (ΑΜ) βλ. παιγνιήμων … Dictionary of Greek