ῥάδαμνος

ῥάδαμνος

ῥάδαμνος, , junger Zweig, Trieb, Schoß, Reiß, Gerte, Sp., wie Nic. Ther. 92; LXX. u. VLL., Suid. erkl. ὁ τοῖς φύλλοις κομῶν ἀκρέμων τοῠ δένδρου καὶ σκιὰν ἐκτελῶν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • u̯(e)rād-, u̯erǝd-, u̯rǝd- —     u̯(e)rād , u̯erǝd , u̯rǝd     English meaning: twig, root, branch     Deutsche Übersetzung: “Zweig, Rute; Wurzel”     Material: Gk. ῥά̄δῑξ, ῑκος “twig, branch, rod” (= Lat. rüdīx), ῥάδαμνος m., Eol. *Fρόδαμνος (from ὀρόδαμνος to erschließen) …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ορόδαμνος — ὀρόδαμνος και ὄραμνος, ὁ (Α) κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για γρφ. τού αιολ. Fρόδαμνος(βλ. λ. ράδαμνος) με αντιπροσώπευση τού F με ο (πρβλ. Οράτριος). Ο τ. ὄραμνος ερμηνεύεται πιθ. ως προΐόν συμφύρσεως τού ὀρόδαμνος με τη λ. ὄρμενος… …   Dictionary of Greek

  • ράδαμος — ὁ, Α βλ. ῥάδαμνος …   Dictionary of Greek

  • ράδιξ — ῑκος, ὁ, Α 1. κλωνάρι, κλαδί 2. φύλλο φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ράδαμνος) …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ραδίκι — Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή… …   Dictionary of Greek

  • ραδαμνώδης — ῶδες, Α [ῥάδαμνος] όμοιος με μικρό βλαστό, με κλωνάρι …   Dictionary of Greek

  • ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ρακίς — Α συν. στον πληθ. ῥακῑδες (κατά τον Ησύχ.) «ὀρόδαμνοι, κλάδοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥακῖδας στον οποίο απαντά η λ. πιθ. αντί ῥάδικας(βλ. λ. ῥάδιξ και ράδαμνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”