ῥάμα

ῥάμα

ῥάμα, τό, das Gespritzte, Math. vett., v. l. ῥάμμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ράμα — ο, Ν μυθ. ινδουιστική θεότητα, η λατρεία τής οποίας είναι ευρύτατα διαδεδομένη …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκόκ — (σιαμέζικα Κρουνγκ Τεπ). Πόλη (περ. 5.876.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης, επί του Μενάμ, 25 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού αυτού στον Κόλπο του Σιάμ. Όταν η Aγιουτάγια, που υπήρξε πρωτεύουσα του Σιάμ (της σημερινής Ταϊλάνδης) από το 1350… …   Dictionary of Greek

  • диора́ма — ы, ж. 1. Картина, написанная с обеих сторон просвечивающей ткани, матового стекла и специально освещенная для создания впечатления объемности. 2. Картина с расположенными впереди нее объемными фигурами. [От греч. δια через и ‛οραμα зрелище, вид] …   Малый академический словарь

  • панора́ма — ы, ж. 1. Широкий вид какой л. местности, открывающийся с высоты, с возвышенности. Такую панораму вряд ли где еще удастся мне видеть: под нами лежала Койшаурская Долина, пересекаемая Арагвой и другой речкой, как двумя серебряными нитями. Лермонтов …   Малый академический словарь

  • циркора́ма — ы, ж. Кинотеатр с панорамным экраном, окружающим зрительный зал; круговая кинопанорама. [От лат. circus круг и греч. ‛οραμα зрелище] …   Малый академический словарь

  • SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ραμαγιάνα — η, Ν ινδικό έπος που γράφηκε το 300 περίπου π. Χ. από τον ποιητή Βαλμίκι και συμπληρώθηκε με πρόσφατες αφηγήσεις σε μεταγενέστερες περιόδους, το οποίο σημαίνει στα σανσκριτικά Η μυθιστορία τού Ράμα και αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Γέφυρα του– — Ύφαλοι που εκτείνονται σε μήκος περίπου 30 χλμ. ανάμεσα στη ΝΑ ακτή της Ινδίας και στο νησί Σρι Λάνκα. Λέγονται και Γέφυρα του Ραμά και θεωρούνται από τις τοπικές παραδόσεις πανάρχαια υπολείμματα λιθόστρωτου δρόμου που ένωνε το νησί με την Ινδική …   Dictionary of Greek

  • Βαλμίκι — Ινδός ποιητής στον οποίο αποδίδεται το επικό ποίημα Ραμαγιάνα. Καμιά αξιόπιστη πληροφορία δεν έχουμε για την προσωπικότητά του και για την εποχή που έζησε, εκτός από μερικά μυθολογικά στοιχεία, που σχετίζονται με αυτόν, στο ίδιο το ποίημα.… …   Dictionary of Greek

  • Βισνού — Ινδική θεότητα που κατά τις Βέδες είναι η ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα)ή η αρχή που συντηρεί τη ζωή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”