ῥάγος

ῥάγος

ῥάγος, τό, = ῥάκος, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ράγος — ους, τὸ, Α φθαρμένο και ξεσχισμένο ένδυμα, ράκος, κουρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* + κατάλ. ος (πρβλ. ράκ ος)] …   Dictionary of Greek

  • ῥαγός — ῥᾱγός , ῥάξ grape fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράξ — ραγός, ἡ, ΜΑ βλ. ρώγα …   Dictionary of Greek

  • ῥαγέεσσι — ῥάγος neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάγιος — ῥάγος neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραγώδης — (I) ῶδες, Α [ῥάξ, ῥαγός] ραγοειδής («ρἁγώδης καρπός στρύχνου», Θεόφρ.). (II) ώδες, Α [ῥάγος] ο γεμάτος ρήγματα, ρωγμές, καταραγισμένος …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • ῥάγη — ἀράσσω smite aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ῥάγος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥάγος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥάσσω strike aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ῥήγνυμι break asunder aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Галораговые — (Halorhageae), гиппуровые (Hippurideae конехвостниковые), также сланоягодниковые небольшое семейство водяных мелких растений из двудольных свободнолепестных, близкое, с одной стороны, к розоцветным и толстянковым, а с другой к миртовым. Содержит… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • καλλίραξ — (Μ) αυτός που έχει καλές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ράξ, γεν. ραγός, ιων. τ. τού ρώξ «ρώγα»] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλορρώξ — μεγαλορρώξ, ῶγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλες ρώγες («τὸν βότρυν πυκνορρῶγά τε ὄντα καὶ μεγαλορρῶγα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ρρωξ (< ῥάξ, ῥαγός), πρβλ. πυκνο ρρώξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”