ῥάγδην

ῥάγδην

ῥάγδην, rißweise, abgerissen, dah. heftig, ungestüm, raptim, λαμβάνειν Plut. de def. orac. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ράγδην — ΝΑ επίρρ. 1. με ορμητικότητα, με σφοδρότητα, με βιαιότητα 2. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα φαγ τού ῥήγνυμι* + επίρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην). Έχει προταθεί, ωστόσο, η διόρθωση του τ. σε δράγδην*. Η σύνδεση, τέλος τών τ. ῥάγδην / …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • u̯rēĝ-, u̯rōĝ-, u̯rǝĝ- (*su̯rēĝ-) —     u̯rēĝ , u̯rōĝ , u̯rǝĝ (*su̯rēĝ )     English meaning: to break     Deutsche Übersetzung: “brechen”     Material: Arm. ergic uc̣anem (*u̯rēĝ ) “ῥήγνυμι”; Gk. ῥήγνῡμι (and ῥήσσω) “break” (Aor. pass. ἐρράγην, perf. ἔρρωγα, herakl.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”