- ῥάκιον
ῥάκιον, τό, dim. von ῥάκος; Ar. Ach. 387 Vesp. 128 u. öfter; Luc. D. mort. 1, 2 Gall. 26 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάκιον, τό, dim. von ῥάκος; Ar. Ach. 387 Vesp. 128 u. öfter; Luc. D. mort. 1, 2 Gall. 26 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάκιον — rags neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράκιον — τὸ, Α [ῥάκος] (με υποκορ. σημ.) 1. μικρό ράκος, κουρελάκι 2. πιθ. επίδεσμος από κουρέλι 3. σημαία από κουρέλια … Dictionary of Greek
ῥακίοις — ῥάκιον rags neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακίοισι — ῥάκιον rags neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακίου — ῥάκιον rags neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακίων — ῥάκιον rags neut gen pl ῥάκος ragged neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακίῳ — ῥάκιον rags neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάκια — ῥάκιον rags neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρακιοσυρραπτάδης — ὁ, Α 1. αυτός που μαζεύει, που συγκεντρώνει και συρράπτει κουρέλια 2. (ως σκωπτική προσωνυμία τού Ευριπίδου) αυτός που ντύνει τους ήρωές του με κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκιον + συρράπτω + κατάλ. άδης (πρβλ. συλλεκτ άδης)] … Dictionary of Greek
ρακιοφόρος — ον, Μ ρακένδυτος, κουρελιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκιον + φόρος*] … Dictionary of Greek
ԿԱՊԵՐՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1055 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 11c գ. ԿԱՊԵՐՏԱԿ ԿԱՊԵՐՏԻԿ. ῤάκιον vestis vilis. Դոյզն կապերտ, լաթի կտոր, քրջի կտոր. *Եւ այժմէն իսկ ʼի տօնսն կապերտակս իմն զերեսօքն պատեն. Ոսկ. ես.: *Կոստանդիանոս հրամայեաց զօրացն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)