- ῥάκινος
ῥάκινος, von Lumpen, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάκινος, von Lumpen, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ράκινος — ίνη, ον, Α [ῥάκος] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος ή που αποτελείται από κουρέλια («καταπέτασμα τῆς τραπέζης ῥάκινον», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το φάκινον ουσία που χρησιμοποιούνταν από τους αλχημιστές … Dictionary of Greek
ῥάκινον — ῥάκινος ragged masc acc sg ῥάκινος ragged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՑՆՑՈՏԻ — (տւոյ, տեաց.) NBH 2 0915 Chronological Sequence: 11c, 12c, 14c ա.գ. (ʼի բառէս Ձունձ կամ Ցունց.) ῤάκος, ῤάκιον lacera vestis, detrius panniculus ῤάκινος panneus. Հնոտի. պատառատուն. եւ Կարկատեալ ձորձ. զգեստիկ. գրգլեակ. փերթ. կապերտ. *Տեսանիցես… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)