- ῥάντισμα
ῥάντισμα, τό, das Besprengte; auch = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥάντισμα, τό, das Besprengte; auch = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ράντισμα — το / ῥάντισμα, ίσματος, ΝΜΑ [ῥαντίζω] το να ραντίζει κανείς πρόσωπα, χώρο ή αντικείμενα με νερό ή με άλλο υγρό ή με μύρο αρχ. ονομασία δερματικής νόσου … Dictionary of Greek
ράντισμα — το, ατος και ραντισμός, ο το να ραντίζει κανείς: Άρχισε το ράντισμα των ελαιόδεντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαντισμάτων — ῥάντισμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαντίσμασιν — ῥάντισμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαντίσματα — ῥάντισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαντίσματι — ῥάντισμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαντίσματος — ῥάντισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαντουρώ — και λαντουρίζω (Μ λαντουρῶ, έω) ρίχνω νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντουρῶ (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε λ ) < ραντίζω. Κατ άλλη άποψη, < άχρηστο ραντῶ + οὐρῶ. Κατά την ίδια άποψη, το ραντίζω σήμαινε ράντισμα με καθαρό υγρό, ενώ το ραντουρῶ … Dictionary of Greek
ραντιστός — ή, ό, Ν [ραντίζω] αυτός που γίνεται με ράντισμα. επίρρ... ραντιστά Ν με ράντισμα … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αγίασμα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 745 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτυλίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 105 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης … Dictionary of Greek