- παιγνικός
παιγνικός, = Vorigem, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγνικός, = Vorigem, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγνικός — παιγνικός, ή, όν (ΑΜ) [παίγνιον] μσν. αυτός που προσφέρεται για ψυχαγωγία αρχ. αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς. Επίρ. παιγνικῶς (Μ) 1. με παιγνιώδη τρόπο 2. χάριν αστεΐσμού … Dictionary of Greek